Πληροφορίες

Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου. Το 293 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε ένα νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την τετραρχία, με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν υπαρχία. Στο κάθε τμήμα κυβερνούσε ένας καίσαρας και ένας αύγουστος.Συγκεκριμένα στο ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο Διοκλητιανός Αύγουστος μαζί με τον καίσαρα Γαλέριο ενώ αντίθετα στο δυτικό κυβερνούσαν ο Κωνστάντιος Χλωρός καίσαρας και ο Μαξιμιανός αύγουστος. Διαμάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους διαδόχους του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.Ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τον Μαξέντιο έξω από τη Ρώμη το 312, κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας μαζί με τον Λικίνιο στο ανατολικό. Μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), το οποίο θέσπιζε την ανεξιθρησκία. Με αυτό, σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών και αναγνωρίστηκε ο χριστιανισμός ως θρησκεία. Τέλος ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο το 324 και γίνεται μονοκράτορας. Ο, μονοκράτορας πλέον, Κωνσταντίνος ιδρύει ένα νέο διοικητικό κέντρο στην ανατολή μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη. Τα εγκαίνια της νέας πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Επίσης διακρίνει την πολιτική από την στρατιωτική εξουσία στη διοίκηση των επαρχιών. Κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση και ενισχύει τον Χριστιανισμό. Το 325 συγκαλεί ο ίδιος την Α' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας, για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας ήταν τρεις. Πρώτον, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διέθετε ακμαίο πληθυσμό και οικονομία. Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν ιδανική, αφού είχε φυσική οχύρωση και ήταν κοντά στα σημεία των συγκρούσεων με τους Πέρσες στην ανατολή και με τα γερμανικά φύλα-Γότθους στον Βορρά, στο σύνορο του Δούναβη.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΙΔΕΑ
Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία, έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.
Ονομασία
Ο όρος «βυζαντινός» είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε το 1562 ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μέγα, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, 1607-1667, ο οποίος προλόγισε το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας «της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακραίωνή της διάρκεια». Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Η προέλευση αυτής της ονομασίας αυτής βρίσκεται στο ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στο Βόσπορο, που είχε ιδρυθεί το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό το Βύζαντα, στον οποίο η πολη όφειλε και την ονομασία της. Οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου «Βυζάντιο», δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης. Η ορολογία αυτή, ωστόσο, δε χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, το κράτος τους ονομαζόταν «Ρωμανία», «Ρωμαΐς», «Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία»[εκκρεμεί παραπομπή], ο εκάστοτε αυτοκράτορας Βασιλεύς Ῥωμαίων, ενώ η πρωτεύουσά τους ήταν γνωστή και ως Νέα Ρώμη