Γύρω στα 1890 εμφανίζεται ένα είδος μουσικής που ονομάζεται «ράγκταϊμ» (ragtime). Βασιζόταν στις πιανιστικές φόρμες του 19ου αι., φιλτραρισμένες μέσα από τον τρόπο παιξίματος των Αφρικανών. Συνδύαζε μια συγκοπτόμενη μελωδία με δέκατα έκτα, με τη φόρμα και την αίσθηση του ρυθμού μαρς (εμβατήριο).
Από το 1935, το νέο στυλ ονομάζεται «Σουίνγκ» (Swing) και αποτελεί ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μοντέρνα τζαζ.Η ονομασία του προέρχεται από το αγγλικό ρήμα swing, που σημαίνει κουνιέμαι. Εξαιτίας του δυναμικού του ρυθμού συνδέθηκε στενά με το χορό
Η «Κουλ τζαζ» (Cool jazz) αναπτύχθηκε στα τέλη του 1940, περίπου την ίδια εποχή με το μπήμποπ. Ήταν πιο εκλεπτυσμένη, ατμοσφαιρική, χαμηλών τόνων και συγκρατημένη και επηρεασμένη από τους σπουδαίους συνθέτες του 20ου αι., όπως τον Ι. Στραβίνσκι και τον Κλ. Ντεμπισύ.
Η ονομασία του είδους αυτού προέρχεται από την «Original Dixieland Jazz Band», ένα συγκρότημα από τη Νέα Ορλεάνη που το 1917 έκανε την πρώτη ηχογράφηση μουσικής τζαζ. Συνήθως μια μπάντα σε στυλ «Ντίξιλαντ» περιλάμβανε ένα «μελωδικό τμήμα» (melody section) που αποτελούνταν από τρομπέτα/κορνέτα, κλαρινέτο, τρομπόνι και περιστασιακά σαξόφωνο.
Ο όρος «Φρη τζαζ» (Free jazz) δίνει την εικόνα της νέας κατεύθυνσης της μουσικής τζαζ στη δεκαετία του 1960. Πειραματική, προκλητική και ενδιαφέρουσα για αρκετούς ακροατές, έχει ως χαρακτηριστικό τον υψηλό βαθμό διαφωνίας. Οι εκτελεστές δοκιμάζουν νέους ήχους εμπνεόμενοι από έξω-ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.