Η πρόληψη του καπνίσματος στην εφηβεία


Σύμφωνα με την τελευταία πανελλαδική έρευνα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής, η οποία υλοποιήθηκε το 2011 σε 683 σχολεία με τη συμμετοχή 37.040 μαθητών, ηλικίας 13 έως 18 ετών, διαπιστώθηκε ότι 1 στους 7 εφήβους είναι συστηματικός καπνιστής (καπνίζει τουλάχιστον ένα τσιγάρο καθημερινά). Μετά δε την ολοκλήρωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το 51% των εφήβων καπνίζει συστηματικά, ενώ το ένα τρίτο αυτών καπνίζει πάνω από 10 τσιγάρα την ημέρα. Παρόμοια αποτελέσματα έχουν δείξει και άλλες ερευνητικές μελέτες οι οποίες τονίζουν ότι το πρόβλημα το οποίο συνδέεται άμεσα με μια σειρά ψυχολογικά χαρακτηριστικά του ατόμου, εκκολάπτεται στα χρόνια της προεφηβείας. Γιατί όμως οι έφηβοι ξεκινούν το κάπνισμα; Σίγουρα όχι πάντως γιατί δεν γνωρίζουν τις βλαβερές συνέπειες του στην υγεία. Η εμπειρία από διάφορες έρευνες σε διάφορες χώρες δείχνει ότι δεν αρκεί να παρέχουμε στα παιδιά και στους εφήβους γνώσεις για τις επιπτώσεις του καπνίσματος. Oι περισσότεροι νέοι αν και γνωρίζουν τις πιθανές συνέπειες της ανθυγιεινής συμπεριφοράς τους, ανθίσταται στην αλλαγή της. Δεν θεωρούν συνήθως τους εαυτούς τους “πραγματικούς” καπνιστές ακόμη κι αν καπνίζουν, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ότι οι κίνδυνοι για την υγεία δεν τους αφορούν. Επιπλέον υπάρχουν ενδείξεις ότι ως την ηλικία των 13 ετών περίπου, τα παιδιά και οι έφηβοι δεν κατανοούν πλήρως τη φύση ασθενειών όπως ο καρκίνος ή η βρογχίτιδα και έτσι οι πληροφορίες που τους παρέχονται δεν υφίστανται την απαιτούμενη επεξεργασία που θα οδηγούσε σε μια βαθύτερη αλλαγή στάσης απέναντι στο κάπνισμα. Δυστυχώς όμως η γνώση φαίνεται ότι δεν επηρεάζει ούτε τους μεγαλύτερους εφήβους ηλικίας 14 – 16 ετών, όπου οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του καπνίσματος και σε αυτή την περίοδο φαίνονται πολύ μακρινές και αντισταθμίζονται από άμεσες “θετικές” επιδράσεις, όπως η ψευδαίσθηση της ωρίμασης ή η βελτίωση της αυτοεκτίμησης. Ετσι, λοιπόν, η ενημέρωση από μόνη της για τις καταστροφικές συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία, αν και μπορεί να επιστήσει την προσοχή σε ορισμένα μηνύματα, δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την αποδοχή του μηνύματος, πολύ δε περισσότερο δεν προεξοφλεί την αλλαγή της στάσης και της συμπεριφοράς (Βettihghaus 1986). Στη βάση αυτή αρκετοί μελετητές καταδεικνύουν ότι η συνήθεια του καπνίσματος στην εφηβεία συνδέεται με την προσπάθεια του εφήβου να εφαρμόσει τρόπους για να ελέγχει συγκινησιακές καταστάσεις όπως θυμό, άγχος, ή κατάθλιψη. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής είναι η παλινδρόμηση του εφήβου σε πρωιμότερα στάδια ανάπτυξης που αφυπνίζουν την επιθυμία του για στοματικές ικανοποιήσεις μία εκ των οποίων μπορεί να αποτελέσει και το κάπνισμα (Στεφανής και Κοκκέβη 1986). Επιπρόσθετα έχει διαπιστωθεί ότι οι έφηβοι που καπνίζουν έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και μεγαλύτερη δυσκολία στις σχέσεις τους με τους καθηγητές, τους γονείς και τα αδέρφια τους. Το κάπνισμα γι’ αυτούς τους εφήβους λειτουργεί ως μέσο βελτίωσης της αυτοεκτίμησής τους και ως διέξοδος (ή και αντίδραση) στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στις σχέσεις τους με σημαντικούς ενήλικες. Το κάπνισμα δημιουργεί στον έφηβο την αίσθηση ότι είναι και φαίνεται ωριμότερος και αξιότερος από όσο στην πραγματικότητα αισθάνεται. Κάπνισμα και προσωπικότητα δομούνται μαζί, το τσιγάρο μετατρέπεται σε “μέρος του σώματος” και η εικόνα εαυτού ταυτίζεται με την εικόνα του εαυτού ως καπνιστή. Τις στιγμές που δεν καπνίζει η αποδοχή και η αξία που αναζητά ο έφηβος στα μάτια των “άλλων” όταν τον βλέπουν να καπνίζει, χάνονται, γιατί η αίσθηση της αποδοχής και της αξίας που αποκτάται με το κάπνισμα δεν πηγάζει από την εμπειρία του ίδιου του εφήβου. Δεν αποτελεί μια εσωτερική, διαρκής αίσθηση, αλλά μια πρόσκαιρη ψευδαίσθηση. Για τον λόγο αυτό, η επιβεβαίωση μέσω του καπνίσματος δεν επαρκεί για να επιφέρει πραγματική βελτίωση της αυτοεκτίμησης. Είναι σημαντικό άρα να κατανοήσουμε, ιδίως εμείς οι γονείς που αλληλεπιδρούμε με τα παιδιά από την στιγμή της γέννησής τους, τις ευεργετικές επιδράσεις που ασκεί μία υψηλή αυτοεκτίμηση στην ψυχολογία τους, αφού τα προφυλάσσει από πλήθος αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. O έπαινος για τις προσπάθειες τους και όχι μόνο για το αποτέλεσμα, η αναγνώριση, ο σεβασμός και η αποδοχή της προσωπικότητάς τους μαζί με τα όρια που τόσο ευεργετικά είναι αφού τα παιδιά γνωρίζουν ότι κάποιος κρατάει το “τιμόνι” της οικογένειας, μπορούν να συντελέσουν σε μια υγιή αυτοεικόνα και αυτοαντίληψη εαυτού. Επίσης το προσωπικό παράδειγμα των γονέων μπορεί σε ένα σημαντικό βαθμό να επηρεάσει τις όποιες επιλογές των παιδιών. Η αρχική κατεύθυνση προς ένα τρόπο ζωής που βασίζεται σε υγιεινές ή ανθυγιεινές συνήθειες και σε ουσιαστικές ή ψευδείς διεξόδους, δίνεται από τους γονείς μέσα από μηνύματα, όχι μόνο λεκτικά, αλλά και πράξεις. Ιδιαίτερα το παράδειγμα του πατέρα ασκεί στα παιδιά μεγάλη επίδραση. Κι αυτό διότι η φύση της επίδρασης του πατέρα- καπνιστή διαφέρει από αυτή της μητέρας – καπνίστριας. Ενώ σίγουρα και οι δύο μπορούν να επηρεάσουν τη στάση των παιδιών προς το κάπνισμα, το παράδειγμα του πατέρα ως καπνιστή ή μη, είναι εκείνο που θέτει τους “κανόνες” της καπνιστικής συμπεριφοράς. Για αρκετά παιδιά το κάπνισμα είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της οικογενειακής ζωής, είναι ενταγμένο στη καθημερινότητα των γονιών τους και επομένως και στη δική τους καθημερινότητα. Το άναμμα ενός τσιγάρου συνοδεύει την κοπιαστική εργασία, τη χαλάρωση, τα γεύματα, τις συζητήσεις με φίλους. Προσδιορίζει χρονική διάρκεια (“μόλις τελειώσω το τσιγάρο μου, φεύγουμε”), ταυτίζεται με το διάλειμμα από κοπιαστική δουλειά (“ας καπνίσω ένα τσιγάρο και συνεχίζω’), γίνεται πρόκληση (“κάθισε να καπνίσεις ένα τσιγάρο”), είναι συνυφασμένο με πάμπολλες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Κατανοούμε άρα πόσο δύσκολο είναι για τα νεαρά μέλη των οικογενειών στις οποίες υιοθετούνται από τους γονείς τέτοιου τύπου συμπεριφορές, να επιλέξουν μία άλλη στάση ζωής. Εχει διαπιστωθεί ότι η στάση που τηρούν οι ίδιοι οι γονείς επιδρά στην ικανότητα των παιδιών τους να αντισταθούν ή να δεχτούν να δοκιμάσουν να καπνίσουν. Αρκετοί γονείς νομίζουν ότι το να αποτρέψουν τα παιδιά τους από το κάπνισμα θα τα ωθούσε να αντιδράσουν και να καπνίσουν ακόμη περισσότερο και συχνότερα, αλλά τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν το αντίθετο. Η συχνότητα του καπνίσματος των εφήβων αυξάνεται όταν οι γονείς είναι γενικώς επιτρεπτικοί. Όταν στην οικογένεια δεν διακινείται κανένα μήνυμα προβληματισμού ή δυσαρέσκειας, είναι επόμενο τα παιδιά να αντιλαμβάνονται το κάπνισμα ως φυσιολογικό προνόμιο που αποκτάται με την ωρίμανση. Aκόμη και οι καπνιστές γονείς μπορούν να αντισταθμίσουν ως ένα βαθμό την επιρροή της δικής τους καπνιστικής συμπεριφοράς, αν εκφράζουν αρνητικές απόψεις για το κάπνισμα και δείχνουν ότι θα ήθελαν ή ότι προσπαθούν και οι ίδιοι να απεμπλακούν. Eν κατακλείδι, ας μην ξεχνάμε ότι η καλύτερη πρόληψη απέναντι στην υιοθέτηση της όποιας βλαβερής συνήθειας όπως είναι και το τσιγάρο, είναι η σχέση και η επικοινωνία που χτίζουμε με τα παιδιά μας κάθε στιγμή, για να πιστέψουν στον εαυτό τους και στις ικανότητές τους, έτσι ώστε να μην πέσουν στην παγίδα της όποιας εξάρτησης. Γιατί σίγουρο είναι κι αυτό χρειάζεται να το τονίζουμε στην καθημερινή μας αλληλεπίδραση με τους νέους, ότι καμία ουσία δεν σε κάνει στην πραγματικότητα ούτε πιο έξυπνο, ούτε πιο όμορφο μα ούτε και πιο αγαπητό από τους άλλους. Την πίστη στον εαυτό μας και την αξία μας χρειάζεται να την αντλούμε από μέσα μας αλλά και από σχέσεις με άτομα που μας εκτιμούν για αυτό που πραγματικά είμαστε. Κι αν στο δύσκολο μονοπάτι της ζωής, συναντήσουμε κι αυτούς που δεν μας “δέχονται” ή μας υποτιμούν με φανερό ή άδηλο τρόπο, στο χέρι μας είναι αρκεί να το θελήσουμε πραγματικά, να “ανακαλύψουμε” τους “δικούς” μας ανθρώπους. Αυτούς που δεν βάζουν “προαπαιτούμενα” προκειμένου να μας αποδεχτούν. Όλα αυτά όμως για να τα κατανοήσουν οι έφηβοι και τα παιδιά, δεν αρκεί μόνο ως ενήλικες να τα αναφέρουμε λεκτικά, χρειάζεται να τους τα μεταδώσουμε εμπειρικά, μέσα από πράξεις και κυρίως μέσα από το δικό μας πρότυπο ζωής…