Σύμφωνα με τη μυθολογία, η δημιουργία του πιο πολυτελούς τάφου στην Αρχαιότητα, του Μαυσωλείου στην Αλικαρνασσό, συνδέεται με έναν βασιλικό έρωτα. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του σατράπη Μαύσωλου της Καρίας, ενός κράτους στα παράλια της Μικράς Ασίας, η περίλυπη χήρα του, βασίλισσα Αρτεμισία, έχτισε ένα ταφικό μνημείο ως ένδειξη της αφοσίωσής της. Ακόμα και ο διόλου ρομαντικός συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος συγκινήθηκε από την ιστορία: «Αυτός ο τάφος χτίστηκε για τον Μαύσωλο, τον βασιλιά της Καρίας, από τη σύζυγό του Αρτεμισία...[Οι μεγαλύτεροι] καλλιτέχνες [της περιοχής] εργάστηκαν τόσο σκληρά γι` αυτό το έργο, που συγκαταλέχθηκε στα επτά θαύματα... Η βασίλισσα πέθανε, πριν από την αποπεράτωση του οικοδομήματος. Όμως, το έργο δεν εγκαταλείφθηκε, καθώς οι τεχνίτες το θεωρούσαν μνημείο της δικής τους δόξας και δεξιοτεχνίας...».
Η Αρτεμισία, που ήταν αδελφή και σύζυγος του Μαύσωλου, πέθανε το 351 π.Χ., μόνο δύο χρόνια μετά τον αδελφό και σύζυγό της, άρα η ανέγερση είχε αρχίσει αρκετόν καιρό πριν τον θάνατο του Μαύσωλου. Μια τόσο μεγάλη και περίτεχνη κατασκευή, όπως το Μαυσωλείο, με έναν εξαιρετικά πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, οπωσδήποτε θα απαιτούσε πολύ καιρό για την ολοκλήρωσή του.
Το σχετικό απόσπασμα του Πλίνιου, που χρονολογείται στο 75 μ.Χ., είναι η πληρέστερη περιγραφή. Ο Ρωμαίος συγγραφέας τονίζει ότι για το Μαυσωλείο προσλήφθηκαν τουλάχιστον πέντε κορυφαίοι γλύπτες της Ελλάδας. Τέσσερις γλύπτες, που ο καθένας είχε αναλάβει και από μία όψη του Μαυσωλείου, συναγωνίζονταν για το ποιος θα φιλοτεχνήσει τα πιο όμορφα ανάγλυφα και γλυπτά. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, «το μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς είναι εξήντα τρία [ιωνικά] πόδια, η μπροστινή και η πίσω όψη έχουν μικρότερο μήκος, ενώ όλη η περίμετρος ανέρχεται σε τετρακόσια σαράντα πόδια. Το ύψος του είναι σαράντα πόδια και περιβάλλεται από τριαντα έξι κίονες. Οι άνθρωποι καλούν την περιβάλλουσα κιονοστοιχία «πτερό». Ο Σκόπας εργάστηκε στην ανατολική πλευρά, ο Βρύαξης στη βόρεια, ο Τιμόθεος στη νότια και ο Λεωχάρης στη δυτική... Ένας πέμπτος καλλιτέχνης συμμετείχε στο έργο. Επάνω από το πτερό βρίσκεται μια πυραμίδα, η οποία έχει ύψος ίσο με το χαμηλότερο τμήμα κι αποτελείται από είκοσι τέσσερις βαθμίδες ως την κορυφή. Στην κορυφή βρίσκεται ένα μαρμάρινο τέθριππο, έργο του Πύθεου. Μαζί με την προσθήκη στην κορυφή, το όλο έργο έχει ύψος εκατόν σαράντα πόδια...».
Αν και είχε ολοκληρωθεί σχεδόν 20 χρόνια προτού ο Αλέξανδρος κατακτήσει την Αλικαρνασσό, η δημιουργική ανάμειξη αρχιτεκτονικών ρυθμών, που χαρακτηρίζει το Μαυσωλείο, αποτελεί πρόδρομο του εκλεπτικισμού της μεταγενέστερης ελληνιστικής περιόδου. Ζωντανό παράδειγμα γόνιμης πολιτισμικής σύνθεσης, οι κύριες επάλληλες «ζώνες» του μνημείου συνδύαζαν στοιχεία των πολιτισμών της Λυκίας, της Ελλάδας και της Αιγύπτου. Η βάση (πόδιον), το «κάτω μέρος» κατά τονΠλίνιο, είχε ύψος γύρω στα 18 μέτρα και ακολουθούσε τις παραδοσιακές αρχές της αρχιτεκτονικής ταφικών μνημείων της Λυκίας. Πάνω στη βάση στηριζόταν το «δεύτερο τμήμα», δηλαδή ένα περιστύλιο ιωνικού ρυθμού με 36 κίονες, ύψους 12 μέτρων. Η βαθμιδωτή πυραμιδοειδής στέγη αποτελούνταν από 24 μαρμάρινους αναβαθμούς, που κατέληγαν σε μια μικρή ορθογωνική βάση, ύψους 7 μέτρων. Το μαρμάρινο τέθριππο με τον ηνίοχο προσέθετε μερικά μέτρα ακόμα στο συνολικό ύψος.
Αν και τον 13ο αιώνα το Μαυσωλείο καταστράφηκε από σεισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομήματος δεν είχε καταρρεύσει ώς το 1522 μ.Χ., όταν διατάχθηκε η κατεδάφισή του. Ο πατήρ Σάββας του ΚαστιΛυώνε, ένας χριστιανός μοναχός που ζούσε στη γειτονική Ρόδο, έγραφε ότι ο Μέγας Μάγιστρος του ιπποτικού τάγματος των Ιωαννιτών «όπως είναι φυσικό, διάκειται εχθρικά προς την Αρχαιότητα». Όπως και άλλοι σύγχρονοί τους, ο Μέγας Μάγιστρος και οι ιππότες του θεωρούσαν την ειδωλολατρική τέχνηεπικίνδυνη για τη χριστιανική πίστη.
Οι Ιωαννίτες ιππότες, που χρειάζονταν δομικά υλικά για το κάστρο του Αγίου Πέτρου, κοντά στη μικρή πόλη Μποντρούμ, ώστε να αντιμετωπίσουν μια επικείμενη τουρκική επίθεση, αφαίρεσαν αρχιτεκτονικά μέλη του Μαυσωλείου, το οποίο στη συνέχεια καλύφθηκε από τη λάσπη που έφερε η βροχή. Ευτυχώς, μερικά γλυπτά ενσωματώθηκαν στα τοιχώματα του κάστρου ως διακοσμητικά, κι έτσι διασώθηκαν.
Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Κλοντ Γκισάρ από τη Λυών περιέγραψε πώς οι ιππότες κονιορτοποίησαν τα γλυπτά και τα μετέτρεψαν σε ασβέστη. Ξήλωσαν πρώτα τα μαρμάρινα σκαλιά της στέγης, ώστε να αποκαλυφθεί το κεντρικό κτίσμα:
«Σύντομα διαπίστωσαν ότι όσο βαθύτερα πήγαιναν, τόσο μεγάλωνε το οικοδόμημα, παρέχοντάς τους πέτρωμα για την παρασκευή ασβέστου αλλά και για οικοδομικές εργασίες. Ύστερα από τέσσερις ή πέντε ημέρες, και αφού μέσα σε ένα απόγευμα είχαν αποκαλύψει μεγάλο χώρο, είδαν ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε ένα υπόγειο. Πήραν ένα κερί και αφού πέρασαν μέσα από το άνοιγμα, βγήκαν σε μια ωραία τετράγωνη αίθουσα, με μαρμάρινους κίονες γύρω γύρω, με τις βάσεις, τα κιονόκρανα, το επιστύλιο, τη ζωφόρο και τα γείσα τους σκαλισμένα σε έκτυπο ανάγλυφο. Το διάστημα ανάμεσα στους κίονες κάλυπταν πλάκες και ταινίες από μάρμαρο σε διάφορα χρώματα, στολισμένα με χυτά στοιχεία και γλυπτά... και τοποθετημένα στο λευκό φόντο του τοίχου με ανάγλυφες σκηνές μάχης. Αφού στην αρχή θαύμασαν τα έργα και τη μοναδικότητα των γλυπτών, τα τεμάχισαν και τα έθραυσαν...».
Η ειρωνεία της τύχης θέλησε να πραγματοποιηθεί η τουρκική επίθεση στη Ρόδο και όχι στην Αλικαρνασσό. Σύντομα οι Ιωαννίτες ιππότες εγκατέλειψαν το προγεφύρωμά τους στη Μικρά Ασία, αφού όμως είχαν ισοπεδώσει αυτό το αρχαίο θαύμα.